πενταστόμου

πενταστόμου
πεντάστομος
with five mouths
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντάστομος — η, ο / πεντάστομος, ον ΝΑ (ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στομος (< στόμα), πρβλ. δί στομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”